συνεπαρχιώτης

συνεπαρχιώτης
ο, θηλ. συνεπαρχιώτισσα Ν
αυτός που κατάγεται από την ίδια επαρχία με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + επαρχιώτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”